- νοερός
- -ή, -ό (ΑΜ νοερός, -ά, -όν, Α και νοηρός, -ά, -όν)1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου και όχι τών αισθήσεων, υπεραισθητός (α. «έξαφνα νοεράν οπτασίαν, την μορφήν τής μητρός του», Παπαδ.β. «νοερὸς γάμος», Πρόκλ.)μσν.1. αυτός που έχει πνευματική σχέση με κάποιον, πνευματικός2. (για λόγο) αλληγορικός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοερόννοημοσύνη, ευφυΐα4. φρ. «νοερὸς οἶκος» — η ψυχήμσν.-αρχ.αυτός που έχει νοητική ικανότητα, νοήμων, λογικόςαρχ.1. αυτός που ανάγεται στον νου, νοητικός («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [αἷμα]», Αριστοτ.)2. μυαλωμένος, συνετός, νουνεχής3. εκκλ. φρ. «νοεραὶ φύσεις» — οι άγγελοι.επίρρ...νοερώς και -ά (ΑΜ νοερῶς)με νοερό τρόπο, νοερά, με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα είμαι πάντα κοντά σου νοερά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ερός / -ηρός (πρβλ. στυγ-ερός, νοσ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.